ἐναγωνίσασθαι

ἐναγωνίσασθαι
ἐναγωνίζομαι
compete
aor inf mp
ἐναγωνίζομαι
compete
aor inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εναγωνίζομαι — (AM ἐναγωνίζομαι) 1. παίρνω μέρος σε αγώνα, διαγωνίζομαι 2. αγωνίζομαι, πολεμώ σ έναν τόπο («παρέσχετε αὐτὴν [τὴν γῆν] εὐμενῆ ἐναγωνίσασθαι τοῑς Ἕλλησιν», Θουκ.) 2. συζητώ εριστικά, διαφωνώ, αντιλέγω, διαπληκτίζομαι με λόγους …   Dictionary of Greek

  • ευμενής — I (361; – 317 π.Χ.). Στρατηγός και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διακρίθηκε ως γραμματέας του Φιλίππου B’, αργότερα συνδέθηκε με φιλία και ανέλαβε την αρχιγραμματεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και το έργο της σύνταξης των Βασιλικών Εφημερίδων. Μετά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”